- ἀποσχίζεται
- ἀποσχίζωsplitpres ind mp 3rd sgἀποσχίζωsplitpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακλάδι — το / παρακλάδιον, ΝΜ νεοελλ. 1. μικρό κλαδί που ξεφυτρώνει από τις μασχάλες τών φύλλων, παραφυάδα, παραβλάστημα, παραβλάσταρο 2. μτφ. καθετί που αποσχίζεται από ένα σύνολο ή από μια ενότητα και αποτελεί ξεχωριστό τμήμα με σχετική ή απόλυτη… … Dictionary of Greek
σφενδονοειδής — ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με σφεντόνα κατά το σχήμα («σφενδονοειδής σύνδεσμος» σύνδεσμος που εκφύεται από τη λευκή γραμμή και αποσχίζεται σε δύο πέταλα τα οποία περιβάλλουν από τα πλάγια το πέος) νεοελλ. φρ. «σφενδονοειδές θερμόμετρο» (μετεωρ.)… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek